- λιακάδα
- ητο φως και η θερμότητα του ήλιου σε ξάστερη φθινοπωρινή, ανοιξιάτικη ή χειμωνιάτικη μέρα: Βγήκαμε μια βόλτα για να χαρούμε την ανοιξιάτικη λιακάδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.